- εξευγένιση
- ηο εξευγενισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξευγένιση — η εξευγενισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ε. Α. Σίμο] … Dictionary of Greek
εξευγενιστικός — ή, ό [εξευγένιση] ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για εξευγενισμό («εξευγενιστική μέθοδος») … Dictionary of Greek